...«ειρηνικό» ακρωτηριασμό του Αιγαίου
H Τουρκία ξέρει πως ό,τι θέλει –οτιδήποτε– θα της το δώσουν οι Έλληνες πολιτικοί χωρίς αντίσταση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τής έδωσε τη Ζυρίχη με τη συνθήκη εγγύησης, η οποία παρείχε και το νομικό κάλυμμα για τον 1ο και το 2ο «Αττίλα» στην Κύπρο το 1974. O Ανδρέας Παπανδρέου τής έδωσε στο Nταβός τον έλεγχο των ερευνών για πετρέλαιο σε ολόκληρο το Αιγαίο. O Kώστας Σημίτης τής αναγνώρισε απροσδιοριστία συνόρων («γκρίζες ζώνες») επίσης σε ολόκληρο το Αιγαίο – αδύνατο πια να υψωθεί ελληνική σημαία σε βραχονησίδα. Ο Kώστας Kαραμανλής τής χάρισε το καθεστώς χώρας υποψήφιας για ένταξη στην EE άνευ όρων – χωρίς καν την προϋπόθεση να άρει την απειλή πολέμου. Και τώρα αναμένεται από τον Γιώργο Παπανδρέου να συμφωνήσει μαζί της τον «ειρηνικό» ακρωτηριασμό του Αιγαίου......
Αλλά και προγενέστερα μήπως είχε υπάρξει πολιτική αντίδραση σοβαρή, δηλαδή αποτελεσματική, στο βίαιο αφελληνισμό της Ίμβρου, της Τενέδου, της Κωνσταντινούπολης; Ακούστηκε ποτέ ελλαδική κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει ως πολιτικό όπλο σε διεθνείς διαπραγματεύσεις την πίεση για αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού και μικρασιατικού Ελληνισμού; Τα τελευταία χρόνια, τώρα, η ελλαδική διπλωματία, τάχα, έχει παιδαριωδώς παγιδευτεί στην «απαίτηση» να επαναλειτουργήσει η Σχολή της Xάλκης και δεν καταφέρνει ούτε τον άχρηστο αυτό στόχο να πετύχει – ταπεινώνεται και γελοιοποιείται διε θνώς. Και όλοι –πρωθυπουργοί και υπουργοί Εξωτερικών– εμφανίζουν σαν σπουδαίο πολιτικό τους κατόρθωμα την «ειρηνική» παραχώρηση. Όπως το έκαναν στη Ζυρίχη, στο Nταβός, στα Ίμια, στο Ελσίνκι (με τη «συμφωνία Φερχόιγκεν»). Ενώ οι Τούρκοι ξέρουν το μυστικό της πραγματικής (όχι «επικοινωνιακής») επιτυχίας: Θέτουν μακροπρόθεσμους στόχους. Δεν βιάζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τρόπος που δουλεύει το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, δεκαετίες τώρα, ή ο τρόπος που οδηγούν σε «πνιγμό» –σε ιστορική εξαφάνιση– το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν τους χρειάζεται να κάνουν πόλεμο ούτε για τη Θράκη ούτε για το Αιγαίο. Ξέρουν τους πολιτικούς της «σύνεσης» και του νεοταξικού «ρεαλισμού».
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν ιστορία περίπου δύο αιώνων, γεμάτη διδάγματα. Από τις πέντε, μετά την Επανάσταση του 1821, ένοπλες αναμετρήσεις με την Τουρκία (1850, 1897, 1912, 1920 και 1974 στην Κύπρο) ηττηθήκαμε κατά κράτος στις τέσσερις! Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε ικανό μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο Ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Και ήδη βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει και το Έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.
Η ελλαδική κοινωνία σήμερα δεν έχει αντανακλαστικά θέλησης για ιστορική επιβίωση – είναι περισσότερο από φανερό. Και η πιστοποίηση τεκμηριώνεται κυρίως στην περίπτωση των σχέσεων με την Τουρκία. Η διαφορά πολεμικής ισχύος των δύο κρατών –διαφορά εξοπλισμών, πληθυσμιακού μεγέθους, οργανωτικής αποτελεσματικότητας, πατριωτικού φρονήματος και απαιτήσεων αξιοπρέπειας– είναι δεδομένα αμείλικτα, τα οποία η ελλαδική κοινωνία παραβλέπει ανέμελη.
Μια πολιτική κοινωνία δεν ζει για να ασκεί εξωτερική πολιτική. Ασκεί εξωτερική πολιτική για να μπορεί να ζει. Τη ρήση του Τζορτζ Κέναν, του πατέρα της στρατηγικής της ανάσχεσης, καλό θα ήταν να τη θυμηθούν αυτοί που διαπραγματεύονται στα Ελληνοτουρκικά. Επειδή στα ρεαλιστικά και οξυδερκή πολιτικά οράματα του σημερινού υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, από θέσεως ισχύος, οι αντοχές της σημερινής άρρωστης Ελλάδας είναι πενιχρές έως ανύπαρκτες.
Η κατάρρευση της υπερχρεωμένης χώρας πολλαπλασιάζει τους κινδύνους δορυφοροποίησής μας από την Άγκυρα. Μετά την οικονομική παράδοση της χώρας μας στη Γερμανία και στο ΔΝΤ, οι επόμενες ημέρες κρύβουν παγίδες πολλαπλώς κρισιμότερες.
Η διαπραγματευτική ισχύς της Ελλάδας βρίσκεται στο ναδίρ σε όλα τα επίπεδα. Σημαίνει, όμως, ότι στο διαρκή διπλωματικό πόλεμο θέσεων η απώλεια κύρους και διαπραγματευτικής δύναμης αντανακλάται στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν αντίπαλοι και γείτονες. Η πείρα αποδεικνύει ότι η Άγκυρα εκμεταλλεύεται τις στιγμές αδυναμίας της Ελλάδας.
Υπενθυμίζουμε τα πλήγματα κατά της ελληνορθόδοξης μειονότητας στην Κατοχή, το πογκρόμ εναντίον Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης το 1955, όταν η Ελλάδα ήταν ακέφαλη λόγω της ασθένειας του Αλέξανδρου Παπάγου, την εισβολή στην Κύπρο το 1974, όταν η χούντα ψυχορραγούσε, και, βεβαίως, την κρίση για τα Ίμια, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ημιθανής και ο Κώστας Σημίτης έκανε τα πρώτα του βήματα ως πρωθυπουργός.
Οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto σβήσει από το 1922 και μετά, αλλά οι Νεοέλληνες αρκούνται στην τροφή και την ασφάλεια που τους παρέχει η EE. H Τουρκία, ανισομερής, αντιφατική, εν πολλοίς άμορφη ακόμη, αλλά με ακμαίες πηγές γεωπολιτικής ενέργειας, κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά της σε ευρύτατους χώρους προς τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές και εν ενεργεία ηγεμονικές μνήμες, καθώς ακόμη και φυλετικές, γλωσσικές και ιστορικές συγγένειες. Σήμερα, πλέον, στο οπλοστάσιο της Τουρκίας έχει προστεθεί και η οικονομική ισχύς της γειτονικής χώρας· και την παράμετρο αυτή αξιοποιεί σπουδαία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
H Τουρκία ξέρει πως ό,τι θέλει –οτιδήποτε– θα της το δώσουν οι Έλληνες πολιτικοί χωρίς αντίσταση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τής έδωσε τη Ζυρίχη με τη συνθήκη εγγύησης, η οποία παρείχε και το νομικό κάλυμμα για τον 1ο και το 2ο «Αττίλα» στην Κύπρο το 1974. O Ανδρέας Παπανδρέου τής έδωσε στο Nταβός τον έλεγχο των ερευνών για πετρέλαιο σε ολόκληρο το Αιγαίο. O Kώστας Σημίτης τής αναγνώρισε απροσδιοριστία συνόρων («γκρίζες ζώνες») επίσης σε ολόκληρο το Αιγαίο – αδύνατο πια να υψωθεί ελληνική σημαία σε βραχονησίδα. Ο Kώστας Kαραμανλής τής χάρισε το καθεστώς χώρας υποψήφιας για ένταξη στην EE άνευ όρων – χωρίς καν την προϋπόθεση να άρει την απειλή πολέμου. Και τώρα αναμένεται από τον Γιώργο Παπανδρέου να συμφωνήσει μαζί της τον «ειρηνικό» ακρωτηριασμό του Αιγαίου......
Αλλά και προγενέστερα μήπως είχε υπάρξει πολιτική αντίδραση σοβαρή, δηλαδή αποτελεσματική, στο βίαιο αφελληνισμό της Ίμβρου, της Τενέδου, της Κωνσταντινούπολης; Ακούστηκε ποτέ ελλαδική κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει ως πολιτικό όπλο σε διεθνείς διαπραγματεύσεις την πίεση για αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού και μικρασιατικού Ελληνισμού; Τα τελευταία χρόνια, τώρα, η ελλαδική διπλωματία, τάχα, έχει παιδαριωδώς παγιδευτεί στην «απαίτηση» να επαναλειτουργήσει η Σχολή της Xάλκης και δεν καταφέρνει ούτε τον άχρηστο αυτό στόχο να πετύχει – ταπεινώνεται και γελοιοποιείται διε θνώς. Και όλοι –πρωθυπουργοί και υπουργοί Εξωτερικών– εμφανίζουν σαν σπουδαίο πολιτικό τους κατόρθωμα την «ειρηνική» παραχώρηση. Όπως το έκαναν στη Ζυρίχη, στο Nταβός, στα Ίμια, στο Ελσίνκι (με τη «συμφωνία Φερχόιγκεν»). Ενώ οι Τούρκοι ξέρουν το μυστικό της πραγματικής (όχι «επικοινωνιακής») επιτυχίας: Θέτουν μακροπρόθεσμους στόχους. Δεν βιάζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τρόπος που δουλεύει το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, δεκαετίες τώρα, ή ο τρόπος που οδηγούν σε «πνιγμό» –σε ιστορική εξαφάνιση– το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν τους χρειάζεται να κάνουν πόλεμο ούτε για τη Θράκη ούτε για το Αιγαίο. Ξέρουν τους πολιτικούς της «σύνεσης» και του νεοταξικού «ρεαλισμού».
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν ιστορία περίπου δύο αιώνων, γεμάτη διδάγματα. Από τις πέντε, μετά την Επανάσταση του 1821, ένοπλες αναμετρήσεις με την Τουρκία (1850, 1897, 1912, 1920 και 1974 στην Κύπρο) ηττηθήκαμε κατά κράτος στις τέσσερις! Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε ικανό μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο Ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Και ήδη βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει και το Έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.
Η ελλαδική κοινωνία σήμερα δεν έχει αντανακλαστικά θέλησης για ιστορική επιβίωση – είναι περισσότερο από φανερό. Και η πιστοποίηση τεκμηριώνεται κυρίως στην περίπτωση των σχέσεων με την Τουρκία. Η διαφορά πολεμικής ισχύος των δύο κρατών –διαφορά εξοπλισμών, πληθυσμιακού μεγέθους, οργανωτικής αποτελεσματικότητας, πατριωτικού φρονήματος και απαιτήσεων αξιοπρέπειας– είναι δεδομένα αμείλικτα, τα οποία η ελλαδική κοινωνία παραβλέπει ανέμελη.
Μια πολιτική κοινωνία δεν ζει για να ασκεί εξωτερική πολιτική. Ασκεί εξωτερική πολιτική για να μπορεί να ζει. Τη ρήση του Τζορτζ Κέναν, του πατέρα της στρατηγικής της ανάσχεσης, καλό θα ήταν να τη θυμηθούν αυτοί που διαπραγματεύονται στα Ελληνοτουρκικά. Επειδή στα ρεαλιστικά και οξυδερκή πολιτικά οράματα του σημερινού υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, από θέσεως ισχύος, οι αντοχές της σημερινής άρρωστης Ελλάδας είναι πενιχρές έως ανύπαρκτες.
Η κατάρρευση της υπερχρεωμένης χώρας πολλαπλασιάζει τους κινδύνους δορυφοροποίησής μας από την Άγκυρα. Μετά την οικονομική παράδοση της χώρας μας στη Γερμανία και στο ΔΝΤ, οι επόμενες ημέρες κρύβουν παγίδες πολλαπλώς κρισιμότερες.
Η διαπραγματευτική ισχύς της Ελλάδας βρίσκεται στο ναδίρ σε όλα τα επίπεδα. Σημαίνει, όμως, ότι στο διαρκή διπλωματικό πόλεμο θέσεων η απώλεια κύρους και διαπραγματευτικής δύναμης αντανακλάται στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν αντίπαλοι και γείτονες. Η πείρα αποδεικνύει ότι η Άγκυρα εκμεταλλεύεται τις στιγμές αδυναμίας της Ελλάδας.
Υπενθυμίζουμε τα πλήγματα κατά της ελληνορθόδοξης μειονότητας στην Κατοχή, το πογκρόμ εναντίον Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης το 1955, όταν η Ελλάδα ήταν ακέφαλη λόγω της ασθένειας του Αλέξανδρου Παπάγου, την εισβολή στην Κύπρο το 1974, όταν η χούντα ψυχορραγούσε, και, βεβαίως, την κρίση για τα Ίμια, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ημιθανής και ο Κώστας Σημίτης έκανε τα πρώτα του βήματα ως πρωθυπουργός.
Οι ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto σβήσει από το 1922 και μετά, αλλά οι Νεοέλληνες αρκούνται στην τροφή και την ασφάλεια που τους παρέχει η EE. H Τουρκία, ανισομερής, αντιφατική, εν πολλοίς άμορφη ακόμη, αλλά με ακμαίες πηγές γεωπολιτικής ενέργειας, κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά της σε ευρύτατους χώρους προς τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές και εν ενεργεία ηγεμονικές μνήμες, καθώς ακόμη και φυλετικές, γλωσσικές και ιστορικές συγγένειες. Σήμερα, πλέον, στο οπλοστάσιο της Τουρκίας έχει προστεθεί και η οικονομική ισχύς της γειτονικής χώρας· και την παράμετρο αυτή αξιοποιεί σπουδαία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου